ημιφάριον

ημιφάριον
ἡμιφάριον, τὸ (Α)
μισό φάρος*, μισό ιμάτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + φάρος, το, «ύφασμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἡμιφάριον — half robe neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SIPARIUM — ex separium, Graece τὸ ήμιφάριον, quasi ἥμισυ ἱματίου, dimidium vestimenti, dictum est. Φᾶρος enim Graeci dixêre omne vestimentum, quod inicitur, circumicitur atque etiam insternitur: quomodo pallium apud Latinos sumebatur. Α` Φᾶρος autem Latinum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημιφόριον — ἡμιφόριον, τὸ (Α) (αντί ημιφάριον*) μισό ιμάτιο, δηλαδή κοντό εξωτερικό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φοριον (< φορώ), πρβλ. οινο φόριον, σημο φόριον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”